εγκαρτερώ

εγκαρτερώ
(ε) αμετ. иметь выдержку; быть выносливым, терпеливым, стойким

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εγκαρτερώ" в других словарях:

  • εγκαρτερώ — (AM ἐγκαρτερῶ, έω) 1. υπομένω καρτερικά 2. περιμένω κάτι αρχ. 1. μένω ατάραχος στα παθήματα 2. επιμένω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • εγκαρτερώ — εγκαρτέρησα, αμτβ., υπομένω με καρτερία, κάνω υπομονή, είμαι υπομονετικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατλήναι — ἀνατλῆναι (Α) απρμφ. του ανέτλην (απαντούν επίσης οι τύποι ανατλάς, ανατλήσομαι, ανετλάμην) εγκαρτερώ, υποφέρω, υπομένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τλήναι, απρμφ. αορ. β’ έτλην τού ρ. τλώ («υποφέρω»), το οποίο δεν απαντά σε ενεστ. (παρά μόνο αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • διακαρτερώ — (Α διακαρτερῶ ( έω) (AM) 1. υπομένω, κάνω υπομονή, εγκαρτερώ 2. υποφέρω κάτι με καρτερία …   Dictionary of Greek

  • διεγκαρτερώ — διεγκαρτερῶ ( έω) (Μ) [εγκαρτερώ] καρτερώ για πολύ καιρό …   Dictionary of Greek

  • εγκρατώ — ἐγκρατῶ ( έω) (Α) 1. έχω στην εξουσία μου, κρατώ, εξουσιάζω 2. εγκαρτερώ* …   Dictionary of Greek

  • μακροθυμώ — (AM μακροθυμῶ, έω) [μακρόθυμος] 1. υπομένω τα σφάλματα και τις αδικίες τών άλλων, είμαι μακρόθυμος, ανεκτικός («μακροθύμησον ἐπ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω», ΚΔ) 2. είμαι ανεξίκακος, επιεικής μσν. περιμένω υπομονητικά αρχ. 1. αργώ να έλθω σε… …   Dictionary of Greek

  • προσταλαιπωρώ — έω, ΜΑ (ως αμτβ.) υφίσταμαι ταλαιπωρίες καρτερικά, εγκαρτερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ταλαιπωρῶ «κουράζω, καταπονώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»